- σταλίς
- -ίδος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «κάμαξ ἤ χάραξ».[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού στάλ-ιξ* με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κλῃ-ίς / κλείς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταλίδας — σταλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς στήλης τρόπαιον ἕστηκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. στάλιξ, ικος και σταλίς, ίδος «πάσσαλος»] … Dictionary of Greek
σταλιδώνω — Ν στηρίζω με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σταλίς, ίδος «πάσσαλος»] … Dictionary of Greek
φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek